Η μεγάλη δίκη (1955 – 1957)
Κατηγορία για ακούσια ανθρωποκτονία και αθώωση συνοδευόμενη από οριστική απαγόρευση ιάσεων
Στις 4 Μαρτίου 1955 το δημόσιο υπουργείο κατηγόρισε πάλι τον Μπρούνο Γκρένινγκ. Γιά μια ακόμη φορά του προσήψαν μια παράβαση του νόμου περί των παραϊατρικών πρακτικών ιατρών. Τον κατηγόρησαν επί πλέον για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε μια άλλη περίπτωση.
Ο Γκρένινγκ διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι υποσχέθηκε μια ίαση και ότι απαγόρευσε την επίσκεψη σε γιατρό
Μετά την λήψη της έγκλησης σε δίκη, απευθύνθηκε στους φίλους του: «Αγαπητοί φίλοι μου! Τώρα τελευταία, όλος ο τύπος και το ραδιόφωνο διέδωσαν ένα νέο που αφορά κατά το μάλλον ή ήττον εμένα για να σας πληροφορήσει ότι το δημόσιο υπουργείο του Μονάχου στήριζε μια κατηγορία για ανθρωποκτονία εξ αμελείας εναντίον του. Ότι τάχα, υποσχέθηκα στα τέλη του 1949, την ίαση σε μια νέα κοπέλα 17 ετών η οποία έπασχε από TBC και την εμπόδισα να δει έναν γιατρό και να πάει σε σανατόριο. Ότι ήμουν υπεύθυνος για τον θάνατο αυτού του νέου ατόμου. Όποιος άκουσε ή διάβασε αυτά τα νέα με καθαρό νου θα έχει αναγνωρίσει ποιόν σκοπό επιδιώκουν: να προκαλέσουν την σύγχυση στους φίλους μου και να εμποδίσουν όλα τα άτομα σε αναζήτηση βοήθειας να ενδιαφερθούν στενώτερα για τις προσπάθειές μας και για την γνώση που διαδίδω. Επιζητούν με όλα τα μέσα να φρενάρουν τόσο την δραστηριότητά μου όσο και την δική σας και εκείνην του συλλόγου Γκρένινγκ. Είναι πολύ προφανές ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ’ ότι τα παρουσιάζουν! Δεν έχω καμμιά ανάγκη να δώσω εξηγήσεις στους φίλους μου γι’ αυτό το θέμα. Αυτοί γνωρίζουν ότι δεν δίνω ‘υποσχέσεις ίασης’ και δεν αποτρέπω ποτέ κανέναν από το να συμβουλευτεί έναν γιατρό.»
Περιέργως καθυστερημένη συνέχιση της δικαστικής έρευνας
Ο Γκρένινγκ συνεχίζει: «Αθωώθηκα το 1952. Δεν είναι παράξενο το ότι η ‘υπόθεση Kuhfuss’, η οποία συνέβη στα τέλη του1949/1950, δεν έχει ήδη εξεταστεί κατά την δίκη του 1951/1952 τότε που είχαν συγκεντρωθεί όλα τα αποδεικτικά στοχεία; Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η ανάκριση για το νέο άνοιγμα μιας δίκης εναντίον μου έλαβε χώραν ακριβώς την στιγμή που το κοινό μάθαινε ότι στις 22 Νοεμβρίου 1953 ότι ο σύλλογος Γκρένινγκ είχε ιδρυθεί στο Murnau! Διότι από τον Ιανουάριο του 1954, πολλοί αρχηγοί κοινότητας, φίλοι και μέλη του συλλόγου παρακολουθήθηκαν και ανακρίθηκαν από την αστυνομία.»
Μάρτυρες υπεράσπισης μη δεκτοί, μάρτυρες κατηγορίας ευπρόσδεκτοι
Η δίκη πραγμάτωση της δίκης διήρκεσε αρκετά πέραν των δύο ετών. Η υπεράσπιση του Μπρούνο Γκρένινγκ εμποδίστηκε με σφοδρότητα. Σχεδόν όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης δεν έγιναν δεκτοί, αντιθέτως εκείνοι της κατηγορίας έγιναν δεκτοί. Ανάμεσά τους βρισκόταν επίσης δύο παλιοί συνεργάτες του Γκρένινγκ: ο Ευγένιος Enderlin και ο Otto Meckelburg. Ιδιαιτέρως ο Meckelburg – συγκατηγορούμενος κατά την πρώτη δίκη – επιτέθηκε με αιχμηρούς όρους κατά του Γκρένινγκ. Χρησιποποίησε όλα τα μέσα για να τον βλάψει. Έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο ως προς την κατηγορία για ακούσια ανθρωποκτονία. Η περίπτωση συνέβη όταν αυτός ήταν «μάνατζερ» του Μπρούνο Γκρένινγκ.
Ο χειρισμός της διαφοράς της Ρούθ Κούφους
Τον Νοέμβριο του 1949, ο υπάλληλος του Ταμιευτηρίου, Εμίλιος Κούφους, και η θυγατέρα του Ρούθ, ηλικίας 17 ετών, πάσχουσα από μία αμφοτερόπλευρη πνευμονική φυματίωση, είχαν έρθει σε μία διάλεξη του Μπρούνο Γκρένινγκ. Ο Γκρένινγκ είχε διαπιστώσει αμέσως ότι δεν μπορούσε κανείς να την βοηθήσει πλέον και εξέφρασε αυτήν την διαπίστωση σ’ έναν παρευρισκόμενο γιατρό. Ωστόσο ο Meckelburg τον ενοχλούσε έντονα και απαιτούσε να αναλάβει την περίπτωση. Έτσι έλαβε χώρα μια προσωπική συνάντηση μεταξύ του Μπρούνο Γκρένινγκ και της Ρούθ Κούφους μετά την διάλεξη. Ο Γκρένινγκ παρώτρυνε την ασθενή και προέτρεψε τον πατέρα της να πάνε για μια ιατρική εξέταση μετά από εννέα ημέρες. Ήθελε να πετύχει μ’ αυτόν τον τρόπο να τεθεί η νέα κοπέλα, η οποία δεν ήθελε πλέον τίποτε ν’ ακούσει για τους γιατρούς, υπό ιατρικό έλεγχο. Ο πατέρας είχε διαβεβαιώσει ότι θα το αναλάβανε.
Η ανταλλαγείσα αλληλογραφία κατά την περίοδο που ακολούθησε κανονίστηκε από τον Meckelburg και δεν έφτασε μέχρι τον Μπρούνο Γκρένινγκ. Δεν ξανάκουσε να γίνεται συζήτηση για την Ρούθ Κούφους παρά τον Μάιο του 1950. Στο μεσοδιάστημα, ο πατέρας της είχε στείλει θερμές παρακλήσεις στον Γκρένινγκ, ικετεύοντάς τον να τους επισκεφθεί. Ο Meckelburg δεν είχε μεταφέρει τα γράμματα αλλά οργάνωσε αυτοβούλως – εν αγνοία του Γκρένινγκ – μια συνάντηση με τον κύριο Κούφους. Είχε πληροφορήσει γι’ αυτήν τον Γκρένινγκ λίγο πρίν από την ορισθείσα ημερομηνία και τον είχε εξαναγκάσει να τον συνοδεύσει.
Ο Meckelburg είχε υποστηρίξει αργότερα ότι ο Μπρούνο Γκρένινγκ είχε υποσχεθεί στην νεαρή κοπέλα ότι θα την θεραπεύσει. Στην πραγματικότητα, ήταν ο ίδιος (ο Meckelburg) ο οποίος είχε διαβεβαιώσει τον πατέρα ότι θα εξανάγκαζε τον Γκρένινγκ να το κάνει. Ο Meckelburg είχε δει σ’ αυτόν τον υπάλληλο του Ταμιευτηρίου μια καλή χρηματική πηγή από την οποία θέλησε να επωφεληθεί, αλλά γι’ αυτό είχε την ανάγκη του Γκρένινγκ. Λίγο μετά απ’ αυτήν την επίσκεψη ο Γκρένινγκ αποχωρίστηκε τον Meckelburg.
Μια μεγάλη κατηγορία που έγινε εναντίον του Γκρένινγκ ήταν ότι είχε απαγορεύσει στην Ρούθ Κούφους να ζητήσει την φροντίδα ενός γιατρού. Αλλά, εντελώς τουναντίον, είχε ο ίδιος στείλει την νεαρή κοπέλα σ’ έναν γιατροό, πράγμα που ακόμη και μάρτυρες κατηγορίας επιβεβαίωσαν, από την πρώτη κι όλας συνάντηση. Σε μια διαδιφωνική εκπομπή το φθινόπωρο του 1949, είχε συμβουλεύσει επίσης στον κόσμο να προβαίνουν σε μια ιατρική εξέταση μέχρι τέλους». Συμβούλευε πάντοτε στα άτομα που ζητούσαν βοήθεια να έχουν εμπιστοσύνη στους γιατρούς των.
Η Ρούθ Κούφους, που είχε ήδη υποστεί πολλές οδυνηρές θεραπείες, είχε αρνηθεί κάθε επί πλέον θεραπευτική αγωγή. Πέθανε στις 30 Δεκεμβρίου 1950 από την ασθένεια.
Μια ιατρική πραγματογνωμοσύνη επιβεβαιώνει το αδύνατον της ίασης
Από ιατρικής άποψης, ο Δρ. Freihofer προσπάθησε να διευκρινίσει την περίπτωση Κούφους. Σ’ ένα σχόλιο πραγματογνωμοσύνης, γράφει: «Παρατηρώντας αντικειμενικά τα γεγονότα, κάθε μή σχετικός πρέπει να συμπεράνει, όπως επίσης διετύπωσε το Γραφείο Υγείας του Säckingen, ότι δεν υπήρχε καμμία ελπίδα ίασης, σύμφωνα με ανθρώπινο υπολογισμό, δεδομένης ‘της πολύ σοβαρής κατάστασης’ η οποία, σύμφωνα με μια ιατρική έκθεση, ‘απειλούσε την ζωή’ ή ‘την έθετε σε κίνδυνο’. Ομοίως, κάθε έντιμος γιατρός, μη έχων την οίηση να πιστεύει ότι, έχοντας στην κατοχή του τα πλέον πρόσφατα φάρμακα, θα μπορούσε να αντιπαρέλθει την ανάγκη των δυνάμεων της φύσης, θα πρέπει να επικροτήσει την πραγματογνωμοσύνη του καθηγητή Lydtin του Μονάχου, σύμφωνα με την οποία ‘δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι πριν από τις 5 Νοεμβρίου 1949 μια ίαση ήταν πολύ πιθανή’. Κατά την γνώμη μου, είναι περισσότερο από εκπληκτικό ότι η ασθενής έζησε μάλιστα μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 1950, εις τρόπον ώστε η επήρεια του Γκρένινγκ έχει προεκτείνει την ζωή της. Συνοπτικά, θα ήθελα να κλείσω το σχόλιο της πραγματογνωμοσύνης λέγοντας ότι οι διαβεβαιώσεις κατά τις οποίες ‘υπήρχαν πιθανότητες ίασης’ και ότι ‘η ζωή της ασθενούς Κούφους θα μπορούσε ακόμη να διαρκέσει περισσότερο αν ο κύριος Γκρένινγκ δεν την είχε ποτέ πλησιάσει’ δεν μπορούν να γίνουν μετά βεβαιότητος ούτε να θεμελειωθούν.»
Άθλια δικαστική κρίση
Στα τέλη του 1957, έλαβε χώρα μία ακρόαση στο κακουργοδικείο του Μονάχου. Ο Μπρούνο Γκρένινγκ αθωώθηκε όσον αφορά την ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο 2000 γερμανικών μάρκων για παράβαση του νόμου περί των παραϊατρικών πρακτικών γιατρών.
Αν και η απόφαση φαινόταν εκ πρώτης όψεως θετική, ήταν κάτι το απαράδεκτο στα μάτια του. Αυτή ισοδυναμούσε με μια οριστική απαγόρευση δράσης. Από λάθος του δικηγόρου του, ο οποίος εκτίμησε την ετυμηγορία πολύ πιο θετική από όσο ο Γκρένινγκ, δεν ήταν αυτός που έκανε έφεση αλλά το δημόσιο υπουργείο. Η δεύτερη ακρόαση έλαβε ξανά χώρα στο Μόναχο στα μέσα Ιανουαρίου 1958.